καλλίφωνος

καλλίφωνος
-η, -ο
αυτός που έχει ωραία φωνή: Η φοιτήτρια αυτή είναι καλλίφωνη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλλίφωνος — with a fine voice masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίφωνος — η, ο (AM καλλίφωνος, ον) αυτός που έχει καλή, γλυκιά φωνή («καλλιφώνους ὑποκριτὰς εἰσαγαγομένους», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ φωνος, οξύ φωνος] …   Dictionary of Greek

  • καλλιφώνοις — καλλίφωνος with a fine voice masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιφώνου — καλλίφωνος with a fine voice masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιφώνους — καλλίφωνος with a fine voice masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιφώνων — καλλίφωνος with a fine voice masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίφωνον — καλλίφωνος with a fine voice masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αηδονάτος — η, ο αυτός που έχει φωνή αηδονιού, καλλίφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδόνι + παραγ. κατάληξη άτος] …   Dictionary of Greek

  • αηδονόστομος — η, ο αυτός που μιλά γλυκά, ευχάριστα, γλυκόλαλος, καλλίφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. αηδόνι + στόμα] …   Dictionary of Greek

  • αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”